- ἀντιπαλαίω
- ἀντιπᾰλαίω,A wrestle against, POxy.1099, Sch.Ar.Ach.570, Eustr. in EN117.34.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντιπαλαίω — ἀντιπαλαίω (Α) βλ. αντιπαλεύω … Dictionary of Greek
αντιπαλεύω — (AM ἀντιπαλαίω) παλεύω εναντίον κάποιου, αγωνίζομαι («Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή, που ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή», Δ. Σολωμός) αρχ. μσν. κάνω αγώνα πάλης με κάποιον … Dictionary of Greek